- καμηλέμποροι
- καμηλέμποροςone who carries his wares on a camelmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμηλέμπορος — ο (Α καμηλέμπορος) έμπορος που μεταφέρει τα εμπορεύματά του με καμήλες («ἐνυκτοπόρουν πρὸς τὰ ἄστρα βλέποντες οἱ καμηλέμποροι», Στράβ.) νεοελλ. έμπορος που ασχολείται με το εμπόριο καμήλας … Dictionary of Greek